ένθεση — η η επικόλληση ή προσαρμογή ξένου διακοσμητικού στοιχείου, από πολυτιμότερη συνήθως ύλη, σε επιφάνεια επίπλου, τοίχου, σκεύους κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενθετικός — ή, ό (Α ἐνθετικός, ή, όν) νεοελλ. ο κατάλληλος για ένθεση ή αυτός που γίνεται με ένθεση («ενθετική διακόσμηση» διακόσμηση που γίνεται με ένθεση, εμβολή ποικιλμάτων στην επιφάνεια επίπλων ή σκευών) αρχ. 1. ο κατάλληλος για εμφύτευση 2. ο εύκολος… … Dictionary of Greek
παρένθεση — η / παρένθεσις, εως, ή, ΝΜΑ [παρεντίθημι] 1. πλάγια ένθεση, παρεμβολή, αυτό που μπαίνει ανάμεσα σε κάτι άλλο διακόπτοντας την συνέχεια ή την ενότητά του 2. (σε γραπτό ή προφορικό λόγο) επεξηγηματική λέξη ή φράση που παρεμβάλλεται στο κυρίως θέμα… … Dictionary of Greek
ένερσις — ἔνερσις, η (AM) [ενείρω] εναρμογή, προσαρμογή, ένθεση («ἡ τιάρα ἐνέρσει ἀνθράκων ἀπολάμπουσα τῇ λαμπρότητι», Θεοφύλ. Σιμοκ.) … Dictionary of Greek
ένεση — Μέθοδος εισαγωγής φαρμάκου ή εμβολίου στους ιστούς ή στο αίμα, με τη χρήση κατάλληλου οργάνου. Τα κύρια πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής, σε σχέση με τη χορήγηση των φαρμάκων από το στόμα, είναι η δυνατότητα να υπολογίζεται με ακρίβεια η δόση, η… … Dictionary of Greek
ενθήκη — ἐνθήκη, η (AM) [εντίθημι] 1. αποταμίευμα, προμήθεια, ποσότητα, περιουσία 2. χρηματικό κεφάλαιο 3. ένθεση, παρεμβολή 4. έγκλειση, φράγμα, περίβολος … Dictionary of Greek
υπόθεμα — το / ὑπόθεμα, ΝΑ [ὑποτίθημι] καθετί που τοποθετείται κάτω από κάτι άλλο ως υποστήριγμα, ως θεμέλιο ή ως βάση νεοελλ. 1. (φαρμ.) το υπόθετο 2. βοτ. το τμήμα τού δέντρου στο οποίο γίνεται η ένθεση τού εμβολίου και το οποίο δίνει το ριζικό σύστημα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
ενθετικός — ή, ό 1. που γίνεται με ένθεση (βλ. λ.). 2. το θηλ. ως ουσ., ενθετική (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)