ένθεση

ένθεση
η (AM ἔνθεσις) [εντίθημι]
η πράξη και το αποτέλεσμα τού ενθέτω*, παρεμβολή, επένθεση, εισαγωγή
νεοελλ.
1. εντοίχιση, ενδόμηση
2. ναυτ. «ένθεση λέμβων» — η απόθεση μέσα στο πλοίο τών λέμβων που είναι κρεμασμένες έξω
αρχ.
1. το κομμάτι ψωμιού που βάζουμε στο στόμα, μπουκιά, βλωμός
2. ενοφθαλμισμός, μπόλι φυτού, η τοποθέτηση τού ενθέματος (εμβολίου) στο φυτό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ένθεση — η η επικόλληση ή προσαρμογή ξένου διακοσμητικού στοιχείου, από πολυτιμότερη συνήθως ύλη, σε επιφάνεια επίπλου, τοίχου, σκεύους κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενθετικός — ή, ό (Α ἐνθετικός, ή, όν) νεοελλ. ο κατάλληλος για ένθεση ή αυτός που γίνεται με ένθεση («ενθετική διακόσμηση» διακόσμηση που γίνεται με ένθεση, εμβολή ποικιλμάτων στην επιφάνεια επίπλων ή σκευών) αρχ. 1. ο κατάλληλος για εμφύτευση 2. ο εύκολος… …   Dictionary of Greek

  • παρένθεση — η / παρένθεσις, εως, ή, ΝΜΑ [παρεντίθημι] 1. πλάγια ένθεση, παρεμβολή, αυτό που μπαίνει ανάμεσα σε κάτι άλλο διακόπτοντας την συνέχεια ή την ενότητά του 2. (σε γραπτό ή προφορικό λόγο) επεξηγηματική λέξη ή φράση που παρεμβάλλεται στο κυρίως θέμα… …   Dictionary of Greek

  • ένερσις — ἔνερσις, η (AM) [ενείρω] εναρμογή, προσαρμογή, ένθεση («ἡ τιάρα ἐνέρσει ἀνθράκων ἀπολάμπουσα τῇ λαμπρότητι», Θεοφύλ. Σιμοκ.) …   Dictionary of Greek

  • ένεση — Μέθοδος εισαγωγής φαρμάκου ή εμβολίου στους ιστούς ή στο αίμα, με τη χρήση κατάλληλου οργάνου. Τα κύρια πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής, σε σχέση με τη χορήγηση των φαρμάκων από το στόμα, είναι η δυνατότητα να υπολογίζεται με ακρίβεια η δόση, η… …   Dictionary of Greek

  • ενθήκη — ἐνθήκη, η (AM) [εντίθημι] 1. αποταμίευμα, προμήθεια, ποσότητα, περιουσία 2. χρηματικό κεφάλαιο 3. ένθεση, παρεμβολή 4. έγκλειση, φράγμα, περίβολος …   Dictionary of Greek

  • υπόθεμα — το / ὑπόθεμα, ΝΑ [ὑποτίθημι] καθετί που τοποθετείται κάτω από κάτι άλλο ως υποστήριγμα, ως θεμέλιο ή ως βάση νεοελλ. 1. (φαρμ.) το υπόθετο 2. βοτ. το τμήμα τού δέντρου στο οποίο γίνεται η ένθεση τού εμβολίου και το οποίο δίνει το ριζικό σύστημα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

  • ενθετικός — ή, ό 1. που γίνεται με ένθεση (βλ. λ.). 2. το θηλ. ως ουσ., ενθετική (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”